-
1 προσέρχομαι
A- ηρχόμην Th.4.121
(unless fr. προσάρχομαι): [tense] fut.- ελεύσομαι Plb.21.14.6
(but the [dialect] Att. [tense] impf. and [tense] fut. are commonly προσῄειν, πρόσειμι, q.v.): [tense] aor. -ήλυθον, -ῆλθον: [tense] pf. - ελήλυθα:— come or go to, c. dat., A.Eu. 285, S.OC 1104, etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; τινὶ ὥσπερ ἀθλητῇ Th.l.c. (v. προσάρχομαι) ; αἷς ἂν προσέλθω [γυναιξί] X.Smp.4.38: c. dat. loci, δόμοις, ἀκταῖς, A. Eu. 474, E.Hel. 1539: c. acc. loci, πεσσούς, δῶμα, βωμούς, Id.Med.68, 1205, Alc. 171: rarely c. acc. pers.,ἐπειδὴ τοὺς πρυτάνεις προσήλθομεν Aristomen.4
: with Preps. governing acc.,π. πρὸς τὸ ἄγγος Hdt.2.121
.β; πρὸς Απολλώνιον PCair.Zen.375.4
(iii B.C.): with Advbs.,π. δεῦρο S.Aj. 1171
, etc.;πέλας π. μου E.Andr. 589
, cf. S.Tr. 1076, etc.; ἐγγύθεν, ὄπισθεν, Pl.Plt. 289d, R. 327b; ὅπῃ π. χρή ib. 493b: abs., approach, draw nigh, Hdt.1.86, etc.; opp. ἀπέρχομαι, ib. 199; of pain, pleasure, etc., to be nigh at hand, S.Ph. 788, E.Or. 859.2 in hostile sense, attack,π. πρὸς τοὺς ἱππέας X.Cyr.6.2.16
.3 come in, surrender, capitulate, Th.3.59.4 come forward to speak,π. τῷ δήμῳ D.18.13
;πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.3.220
;πρὸς ὑμᾶς D.22.69
, 24.176; (Delph., iii B.C.), cf. 613.24 (ibid., ii B.C.), al.; π. πολιτείᾳ enter political life, Plu.Cat.Mi.12; π. πρὸς τὰ κοινά come forward in public, D.18.257; π. πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, πρὸς τὴν πολιτείαν, Din.1.111 (v.l. εἰς), 2.15;πρὸς τὴν πόλιν D.58.30
;π. πρὸς ἓν πρᾶγμα ἴδιον Id.32.32
; ὑμῖν (sc. Ἀθηναίοις) Id.25.42;ἐπὶ τοὺς συμμάχους X.HG6.3.3
.5 appear before a tribunal,προσελθὼν εἶπεν BGU587.2
(ii A.D.), cf. PAmh.2.66.43 (ii A.D.);π. τῷ δικαστηρίῳ κατ' αὐτοῦ PSI1.41.18
(iv A.D.); approach an official,π. διὰ βιβλιδίων τῷ λαμπροτάτῳ ἡγεμόνι BGU614.12
(iii A.D.); π. τοῖς θεοῖς in supplication, D.C.56.9.6 π. τῇ φιλοσοφίᾳ, τοῖς νόμοις, apply oneself to.., Philostr.VA3.18, D.S.1.95;ἐπεὶ προσῆλθον ἀγορασμῷ ἢ καὶ ὑποθήκῃ κλήρου κατοικικοῦ BGU650.6
(i A.D.); ἐξ οὗ χρόνου προσῆλθεν ἕκαστος τῇ μισθώσει ib. 1047 iv 6 (ii A.D.); π. τῇ τούτου κληρονομίᾳ enter upon his inheritance, POxy.76.22 (ii A.D.), cf. 907.5 (iii A.D.), etc.; have recourse to,τοῖς ἀνασκευαστικωτέροις Sor.2.50
.7 of things, to be added, Arist.GC 321b27, GA 723a13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσέρχομαι
-
2 συκοφαντέω
A to be a , , cf. Ach. 828, Ec. 562, al., Lys.22.1, Isoc.15.23, 21.5, al., D.53.1, 55.1, al., Men.Epit.1, al.;ς κατ' ἀγοράν Diph.32.16
: c. acc. pers., prosecute vexatiously, blackmail, συκοφαντεῖς τοὺς ξένους; Ar. Av. 1431, cf. V. 1096 (lyr.);τοὺς συμμάχους Isoc.15.318
; ;σ. τοὺς τὰς οὐσίας ἔχοντας Arist.Pol. 1304b22
, cf. Lys.19.9 ([voice] Pass.);συκοφαντοῦμαι νῦν ὑπ' αὐτῶν ἀδίκως Id.Fr.43
, cf.X.Oec.11.21, Thphr.Char.23.4;ἰδόντες.. σε ὑπὸ Δημέου συκοφαντούμενον PMich.Zen.57.2
(iii B.C.), cf. PCair.Zen.212.4, 628.3 (iii B.C.), CPR232.3 (ii/iii A.D.); freq. of blackmail by officials, PTeb. 43.26, 789.21 (ii B.C.), UPZ 112i4, 113.10,16 (ii B.C.); (i B.C.);μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε Ev.Luc.3.14
, cf. CPR238.6 (ii A.D.), PFlor.382.57 (iii A.D.); τοῦ συκοφαντῆσαι ἡμᾶς to seek occasion against us, oppress us, LXX Ge.43.18; ὁ συκοφαντῶν πένητα ib.Pr.14.31; accuse falsely, ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου that is a false charge brought against Hector by Homer, Philostr.Her. 12b;κύριε Γάϊε, συκοφαντούμεθα Ph.2.598
, cf. 1.145, D.C.38.28, al.: c. acc. et gen.,τὸν θεὸν ὀλιγωρίας Ael.Fr.40
: c. acc. rei, denounce as contraband,Μεγαρέων τὰ χλανίσκια Ar.Ach. 519
; extort by false charges or threats,τριάκοντα μνᾶς Lys.26.24
;εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν Ev.Luc.19.8
: abs., Isoc.18.10.2 criticize in a pettifogging way,τοὺς ποιητάς Arist.Po. 1456a5
, cf. D.H.Th.52, Dem.34, D.S.26.1; lay verbal traps for one, τὸν ῥήτορα βουλόμενος δικαίως ἐξετάζειν καὶ μὴ ς. D.18.232;σ. Θρασύμαχον Pl.R. 341c
; ὑποσκελίζειν καὶ ς. D.18.138: c. acc. rei, quibble about, μὴ τὰ συμβάντα συκοφάντει ib.192;σ. τὸ πρᾶγμα Id.23.61
, D.H.Dem.25; carp at, stint, : abs., quibble, Pl.R. 341b, Arist.Top. 139b26, 157a32, D.20.62.II = κνίζω ἐρωτικῶς, Pl.Com. 255, Men.1071.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκοφαντέω
-
3 εἰσπράσσω
A get in or exact,φόρον IG12.65.16
, cf.22.1172.18, Pl.Lg. 949d, Plb.13.7.3, Plu.2.1044a: c.acc. pers., τοὺς ὑπερημέρους D.21.11, cf.24.13; οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμον did not charge the people [ with it], Decr. ap. D.18.115: c.dupl. acc.,τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰ. τοὺς συμμάχους Isoc.5.146
; :—[voice] Med., exact for oneself, have paid one, ; [voice] Med. is freq. interchangeable with [voice] Act., D.21.155: so in [tense] pf. [voice] Pass.,πικρῶς εἰσπράττειν με, ὥσπερ καὶ παρὰ τῶν ἄλλων εἰσπέπρακται Id.35.44
; also εἰ. τιμωρίαν exact vengeance, Jul.Or.2.58a:—[voice] Pass., of the money to be exacted, D.19.21, IG2.814a A24; of persons, have money exacted from one, have to pay it, D.33.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσπράσσω
-
4 εὐπορία
A ease, facility, of doing a thing, c. inf., Emp.100.5;ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Th.4.52
: abs.,ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται X.An.7.6.37
: c. gen. rei, easy means of providing, ;τοῦ καθ' ἡμέραν Th.3.82
; also εὐ. ἐν τῇ τέχνῃ, ἐκ τῆς τέχνης, Lys.24.5;εὐ. τῆς τύχης Th.3.45
; εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι to make them a means of satisfying his brutal passions, Aeschin.1.107; ἡ παρ' ἀλλήλων εὐ. mutual assistance, Isoc.6.67.2 plenty, abundance, opp. πενίη, Democr. 101;χρημάτων X.HG4.8.28
; ; ἡ περὶ τὸν βίον εὐ. Isoc.12.7; ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐ. Arist.Pol. 1326b34: abs., welfare, X.Cyr.3.3.7; opp. ἀπορία, Arist.Pol. 1279b27: in pl., advantages, Isoc.15.253, D.5.8;εὐπορίαι προσόδων Arist.Pol. 1293a3
; ἀρουραίη εὐ. rustic wealth, AP9.373.6; μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ. consisting of one sheep or ox, ib.149 (Antip.);ἡ Εὐ. θεά SIG1111
(Piraeus, iii A.D.).II opp. ἀπορία, solution of doubts or difficulties, Pl.Phlb. 15c; opp. ἀμηχανία, X.Oec.9.1;ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Arist.Metaph. 995a29
; resourcefulness, Hp.Off.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπορία
-
5 παραχράομαι
A misuse, abuse,οἱ μὲν οὐ χρῶνται, οἱ δὲ παραχρῶνται Arist.Fr.56
;χρῶ μὴ παραχρώμενος Ph.2.61
: c. dat.,π. τῷ σώματι Plb.6.37.9
, etc.;π. ὥσπερ ἀνδραπόδοις D.H.6.93
.2 π. ἐς τοὺς συμμάχους deal wrongly or unworthily with them, Hdt.5.92.ά.II treat with contempt, disregard, c. acc., Id.1.108, 4.159, 8.20 : part. παραχρεώμενοι, abs., of combatants, fighting without thought of life, setting nothing by their life, Id.7.223.B [voice] Act. [full] παραχράω, = παραχρηστηριάζω, Str.Chr.9.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραχράομαι
-
6 κατάγω
A- ξω Th.1.26
, etc.: [tense] aor.κατήγᾰγον Od.11.164
, Epig.7: rarely [tense] aor. 1 κατῆξα v.l. in X.HG2.2.20, PGrenf.2.44 (ii A. D.), Philum.Ven.10.4: [dialect] Ep. [tense] aor. inf.- αξέμεν Il.6.53
: [tense] pf. καταγήοχα Decr. ap. D.18.73:— lead down, esp. into the nether world,ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Od.24.100
;εἰς Ἀΐδαο 11.164
, cf. Pi.O.9.34, Paus. 3.6.2: generally, bring down to a place, Od.20.163;τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην εἰς τὸ ἄστυ Pl.Criti. 118d
, etc.; bring down a river or canal, PGrenf.l.c.:—[voice] Pass., POxy.708.3 (ii A. D.).3 bring down to the sea-coast,κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας Il.5.26
, cf. 6.53;ἐπὶ θάλατταν τὸ στράτευμα X.Ages.1.18
.4 bring down from the high seas to land,τὸν Κρήτηνδε κατήγαγε ἲς ἀνέμοιο Od.19.186
: abs., put in to shore, 3.10 Aristarch. ( κατάγοντο codd.); esp. for purposes of exacting toll or plundering, X.HG4.8.33, An.5.1.11, D.5.25, al.;κ. ναῦς ἐς τοὺς ἑαυτῶν συμμάχους X.HG5.1.28
; alsoκ. τοὺς ἐμπόρους Plb.5.95.4
, cf. D.S.20.82; κ. σαγήνην draw it to land, Plu.Sol.4; τοῦ πνεύματος κλύδωνα κατάγοντος πολύν bringing in a heavy swell from the sea, Id.Mar.36;ὥρα πνεῦμα λαμπρὸν ἐκ πελάγους κατάγουσα Id.Them.14
:—[voice] Pass., come to land, land, opp. ἀνάγεσθαι, of seamen as well as ships, Od.3.178;ἐπ' ἀκτῆς νηΐ κατηγαγόμεσθα 10.140
, cf. Hdt.4.43; ;κατάγεσθαι ἐς τὸν Μαραθῶνα Hdt.6.107
, cf. 8.4, Pl.Mx. 240c;εἰς τὸν λιμένα X.HG6.2.36
.b κατάγεσθαι παρά τινι turn in and lodge in a person's house, Eup.344, X.Smp.8.39, PFlor.248.11 (iii A. D.);ὥς τινα D.52.22
;εἰς οἰκίαν Id.49.22
;εἰς πανδοκεῖον Plu.2.773e
.5 draw down or out, spin, Pherecr.46, Epig.7, Pl.Sph. 226b; κατάγουσα, ἡ, spinning-girl, statue by Praxiteles, Plin.HN34.69: metaph.,κ. λόγον Pl.Men. 80e
.7 bring home, gain,θρίαμβον καὶ νίκην τῇ πατρίδι Plb.11.33.7
;ἐκ πολέμων Plu.Fab. 24
; escort,ἐπὶ τιμητείαν Id.Aem.38
, etc.8 κ. γένος derive a pedigree,ἀπό τινος Id.2.843e
, Nic. Dam.61 J.:—[voice] Pass., τὰ στέμματα κατάγεται εἴς τινα are traced down to.., Plu.Num.1;φᾶμαι κατάγοντο Call.Fr.1.39
P.; of persons, to be descended,ἀπό τινος Olymp. Vit.Pl.p.1
W.9 derive a word, S.E.M.1.242 ([voice] Pass.): generally, derive,ὅθεν δεῖ κατῆχθαι καὶ πῶς ἀποδεικνύειν Phld.Rh.1.203S.
; κ. [ βοάν] lower the voice, E.Or. 149 (lyr.): metaph., bring down, lower, πρὸς αὑτόν to one's own standard, D.Chr.40.11.10 Medic., couch a cataract, Gal.18(2).680.11 wind up a torsion-engine, Ph.Bel.76.13:—[voice] Pass., HeroBel.79.6;ὁ κατάγων τὴν Χεῖρα Ph.Bel.75.9
.12 καταγόμενος current,ἐνιαυτός Vett.Val.27.16
.II bring back, κατὰ δὲ φρόνιν ἤγαγε πολλήν brought back much news [of Troy], Od.4.258; esp. from banishment, recall, Hdt. 1.60, Th.1.26, A.Th. 647, 660, etc.;κ. οἴκαδε X.An.1.2.2
: generally, restore,τυραννίδας ἐς τὰς πόλις Hdt.5.92
.ά; εἰς τὰς πατρίδας.. εἰρήνην Plb.5.105.2
;ἐκ ταλαιπωρίας Jul.Or.2.58c
:—[voice] Pass., return,ἐπὶ τὸ στρατόπεδον X.An. 3.4.36
. -
7 προσάγω
προσάγω [ᾰ], [tense] aor. 2 προσήγᾰγον: for [tense] aor. 1 προσῆξα v. infr. A.11.3 fin.: [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense), Th.4.115: once [full] ποσάγω (q.v.):—A bring to or upon,τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.17.446
, cf. E. Med. 993 (lyr.);π. δῶρά τινι h.Ap. 272
;ἄστει κόσμον Pi.I.6(5).69
;θυσίας τινί Hdt.3.24
; ;τῳ θεῶν ὕμνους ἢ χορείας Pl.Lg. 799b
;ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Poll.1.27
;ποταγόντω.. τὰ ἱερεῖα.. ποτὶ τὸν βωμόν SIG1010
([place name] Chalcedon);π. πάντα ἱκανά
furnish, supply,X.
Cyr.5.2.5; ἁρμαμάξας ib.4.3.1;λίθους PCair.Zen.34.13
(iii B. C.).2 put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (v.l. προῆγεν) Hdt.9.92; of exercises and food,ἐξ ὀλίγου π. Hp.Insomn.89
; cf.προσαγωγή 11.5
.3 bring to, move towards, apply,τὴν ἄνω γνάθον π. τῇ κάτω Hdt.2.68
; μὴ π. τὴν χεῖρά μοι lay it not on me, Ar. Lys. 893; π. κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν apply it closely, E.Ph. 1386;π. τὴν ῥῖνά τινι Diod.Com.2.39
;πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Arist.HA 587a27
: esp. of medical applications,ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρά Hdt.3.130
;προσαχθέντος φαρμάκου Orib.46.1.125
: metaph., [παιδιὰς] π. φαρμακείας χάριν Arist.Pol. 1337b41
;παρρησίαν καὶ δηγμὸν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Plu.2.69a
.4 of meats, etc., set before,βρώματά τινι X.Cyr.1.3.4
, cf. Plu.2.126a, etc.6 in military sense, bring up for the attack, move on towards,π. πύλαις λόχον E.Ph. 1104
;τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν Th.1.64
;τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον π. X.HG7.5.23
; [στρατιὰν] π. πρὸς πολεμίους Id.Cyr.1.6.43
; v. infr. 11: so alsoπ. μηχανὰς πόλει Th.2.76
, cf. X.HG2.4.27, etc.; μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (in pass. sense) Th.4.115; π. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, etc., D.S.11.32, 12.46, etc.7 metaph.,π. βίαν τοῖς πολεμίοις Id.15.68
, cf. PTeb.61 (b).33 (ii B.C., [voice] Pass.), etc.;τὰς ἀνάγκας Th.1.99
;συκοφαντίαν π. τοῖς πράγμασι D.19.98
; δεινὰν π. τόλμαν apply or put forth daring, E.Med. 859 (lyr.); γράψας.. τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.);πολλῶν φόβων προσαγομένων X.An.4.1.23
;π. ἡδονάς Pl.Lg. 798e
.8 bring to or before,τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους X.Cyr.3.2.12
, cf. HG3.4.8, etc.; bring in, bring with one, Is.8.16; introduce,πρὸς τὸν δῆμον Th.5.61
;πρὸς τὴν βουλήν And.1.111
, cf. Lys.6.29; π. τοὺς πρέσβεις (i. e. before the assembly) D.18.28, cf. 213;πρεσβείαν ἐλθοῦσαν π. πρὸς βουλὴν καὶ δῆμον IG12.39.12
; introduce at court, X.Cyr.1.3.8; bring a person into a law-court as defendant or as witness, PHal.8.5 (iii B. C.), etc.b introduce in writing, λόγῳ π. ὅτι.. introduce the statement.., Arist.Cael. 304a13;π. [ἡλικίαν] πρὸς μάθησιν Id.Pol. 1336a24
; [παιδάριον] π. πρὸς τὰ μαθήματα PSI4.340.24
(iii B. C.); have been introduced,Arist.
Metaph. 1074b4.9 bring hither, lead on,τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; S.Ph. 236
;ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε E.Andr.27
:—[voice] Pass.,οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ π. Th.3.48
; βίᾳ ib.95; ἄκοντες π. ὑπ' Ἀθηναίων ib. 63, cf. X.HG6.1.7.10 [voice] Pass., to be brought over, attached to the cause of, c. dat.,εἴ πως σφίσιν προσαχθείη Th.2.77
: abs.,προσήγεσθε ὑπ' Ἀθηναίων Id.3.63
; cf. B.1.11 increase a rent or other charge, PTeb.72.187 ([voice] Pass.), 200 (ii B. C.); προσηγμένων τοῖς ἀπαιτησίμοις ib.217; (iii A. D.).12 = προσαγγέλλω, announce, report, PTeb.60.69 (ii B. C.), etc.13 debit a person with an amount, charge it to him,συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου PCair.Zen.368.28
, cf. 326.16 (iii B. C.).II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), draw near, approach, X.HG3.5.22;πρός τινας LXX 3 Ki.18.21
; esp. in a hostile sense, advance against, attack,π. πρὸς τὸ κέρας X.An.1.10.9
, etc.;κώμῃ τινί Arr.An.2.3.4
;δι' ἀπάτης τοῖς βασιλεῦσι Plu.2.800a
;ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσιν Id.Galb.9
; τοῖς τετταράκοντα [ἔτεσι] Id.Pomp.46; πόταγε ([dialect] Dor. for πρόσαγε) come on! Theoc.1.62, 15.78; μαλακῶς π. [γυναικί] make advances to a woman in an effeminate manner, Plu.2.240e; of Time, τῆς προσαγούσης τρύγης the approaching vintage, Sammelb.5810.16 (iv A.D.).3 δυσχερῶς προσῆγον πρὸς τὰς εἰσφοράς dub.l. in Plb.5.30.5 ( πως εἶχον πρὸς Hultsch): ὅσων προσῆξαν is f.l. in Th.2.97 ( ὅσωνπερ ἦρξαν Dobree).B [voice] Med., bring or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side,σοφίῃ αὐτούς, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ προσηγάγετο Hdt.2.172
;ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα Id.6.25
, cf. Th.1.99;τἀρετῇ π. πόσιν E. Andr. 226
;ἀπάτῃ π. τὸ πλῆθος Th.3.43
; ;τῷ ποιεῖν εὖ π. τὰς πόλεις Isoc.4.80
;θεραπείαις Id.3.22
; so [ἵππον] ἠρεμαίως π. τῷ χαλινῷ X.Eq.9.5
;συμμάχους καὶ βοηθοὺς π. Id.Mem.3.4.9
;τὴν τῶν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν Th.5.82
; πάντων π. ὄμματα draw all eyes upon oneself, X.Smp.1.9.3 c. inf., ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν.. ἡμᾶς.. προσήγετο put us upon considering, S.OT 131; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε .. will induce her to suffer thee.., E. Ion 659.3 αἷς [ταῖς προβοσκίσι] π. εἰς τὸ στόμα τὴν τροφήν with which they bring it to their mouths, Arist.HA 523b31, cf. 526a28, PA 685b10.4 μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους do not add further troubles, Men.187; π. τὸν χρόνον καὶ τὸν πόνον employ it for one's own advantage, Plb.29.17.4.5 μάρτυρα π. cite as witness, Plu.2.1049b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάγω
-
8 παραστάτης
II one's comrade on the flank (opp. προστάτης, front-rank-man, ἐπιστάτης, rear-rank-man), τὸν ἑωυτοῦ π. Hdt.6.117, cf. X.Cyr.3.3.59, 8.1.10 ;παρήγγειλε τοὺς ἐπιστάτας μεταβαίνειν εἰς παραστάτην Polyaen. 2.10.4
.2 generally, comrade, Pi.N.3.37, A.Pers. 957 (lyr.), Hdt. 6.107 (pl.), S.Ant. 671, etc. ; the ephebi were bound by oath μὴ καταλείπειν τὸν π., Poll.8.105, cf. Arist.EN 1130a30, Stob.4.1.48 ; of a horse,π. ἐν μάχαις Babr.76.3
: hence, assistant, supporter, ; of the gods,π. ἀγαθοὺς καὶ συμμάχους X.Cyr.3.3.21
; esp. of the Dioscuri, Trag.Adesp. 14.IV Medic., οἱ π. testicles, Ph.1.45, Ath.9.395f, etc.: personified, in dual, Pl.Com. 174.13 ; also, of the epididymis, Hp.Oss.14, cf. Gal.19.128.2 of the σπερματικοὶ πόροι, π. ἀδενοειδεῖς, κιρσοειδεῖς, Herophil. ap.Gal.UP14.11, cf. Ruf.Onom. 185, Gal.4.643.V in a ship, pieces of wood to stay the mast, IG22.1606.36, 1607.5,15,78, 1611.38: dual παραστάτα ib. 1608.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραστάτης
-
9 περιαιρέω
Aπεριεῖλον Hdt.3.159
, etc.:—take away something that surrounds, strip off, remove, c. acc. rei, τεῖχος Hdt.l.c., cf. 6.46, Th.1.108, 4.51, 133; π. τὸν κέραμον taking off the earthen jar into which the gold had been run, Hdt.3.96;π. τὸν χιτῶνα Arist.HA 557b20
; δέρματα σωμάτων π. strip skins off from.., Pl.Plt. 288e;αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες Id.Sph. 264e
;π. τινὰ αὐτοῦ τῆς ἐξουσίας Hdn.3.11.3
; simply, take away from,τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν X.Cyr.2.1.21
, etc.:—[voice] Med., take off from oneself, π. τὴν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, take off one's helmet, one's signet-ring, Hdt.2.151, 3.41;τὰς ταινίας Pl.Smp. 213a
; βυβλίον περιαιρεόμενος taking [the cover] off one's letter, i. e. opening it, Hdt.3.128;π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας αὑτοῦ Lycurg.35
: but [voice] Med. is freq. used like [voice] Act., strip off, take away,τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα X. Cyr.8.1.47
; (v.l. for περιέλοι)τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται D.19.220
;ἁπάντων τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο Id.18.65
;περιείλοντό μου ὑποζύγια δύο PCair.Zen.659.7
(iii B. C.):—[voice] Pass., to be taken off,τοὐπίβλημ' ἐπεὶ περιῃρέθη Nicostr.Com.15
; τοῦ ἄλλου περιῃρημένου when the rest has been taken away, Th.3.11;περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Pl.Phdr. 231b
;τείχη περιῃρημένα D.19.65
.3 strike off, cancel an item in an account, PCair.Zen. 147 (iii B. C.):—[voice] Pass., Sammelb.5136.8 (iii A. D.).II [voice] Pass., c. acc. rei, to be stripped of a thing, have a thing taken off or away from one, ;περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα Id.21.138
;τοὺς στεφάνους περιῄρηνται Id.26.5
: with acc. understood,περιαιρεθήσεσθαι ἤμελλον Epicur.Nat.15.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαιρέω
-
10 συνδέω
A bind or tie together, of two or more things,συνέδησα πόδας δεινοῖο πελώρου Od.10.168
;σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον 22.189
;οἶνος σ. πόδας χεῖράς τε γλῶσσάν τε νόον τε Hes.Fr. 121
;τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας Pl.Euthphr.4c
; σ. γαύλους bind them together, side by side, Hdt.8.97, cf. Plb.1.22.9; δέλτον λύειν καὶ ς. fasten it up, E.IA 110; act as binding material,ὁ συνδέων πηλός CPR232.17
(ii/iii A.D.):— [voice] Pass., τὰς χεῖρας συνεδέθησαν had their hands tied together, Demad.13; ἰσχία μὴ συνδεδεμένα flanks not well-knit, of dogs, X.Cyn.4.1, cf. Arist.Pr. 873a33.2 of persons, bind hand and foot, , cf. Hdt.9.119, S.Aj.62, Ph. 1016, E.Cyc. 238, etc.; λαγὼς αὐτὸς σ. ἑαυτόν entangles itself, X Cyr. 1.6.40:—[voice] Pass., συνδεδεμένος constrained, cramped, Philostr.Im.2.21.3 bind up with, combine closely,σάρκας ὀστοῖς Pl.Ti. 84a
, cf. 73b, Smp. 202e, Tht. 160b; alsoτι ἀπό τινος Luc.Syr.D.29
; of parts growing together, Hp.Mul.1.40.4 generally, bind together, unite, [ἰσότης] φίλους φίλοις πόλεις τε πόλεσι συμμάχους τε συμμάχοις ς. E.Ph. 538;τὸ κοινὸν συνδεῖ τὰς πόλεις Pl.Lg. 875a
; ;σ. καὶ συνέχειν Id.Phd. 99c
; σ. τινὰ πενίᾳ bind him to.., Alciphr.3.49.II [voice] Med., σύνδησαι πέπλους gird up thy robes, E.Andr. 832 (lyr., Reiske for πέπλοις). -
11 ἀναβοάω
A , [dialect] Dor. : [tense] aor.ἀνεβόησα Th.1.53
, [dialect] Ion.ἀνέβωσα Hdt.1.10
, al., part.ἀμβώσας 1.8
, 3.38:—cry, shout aloud, esp. in sign of grief or astonishment,ἀμβώσας μέγα Hdt.
ll.cc., cf. Antipho 5.69, E.Ba. 1079;οἰκτρὸν ἀνεβόασεν Hel. 184
; of the war-cry, X.Cyr.7.1.38; ἀ. παρεῖναι τοὺς πρώτους" call out 'let the front rank pass', HG4.2.22.2 c. acc.,τάδ' ἀναβοάσας E.Ba. 525
;ἄχη ἀ.
bewail, lament,A.
Pers. 572;Πανὸς ἀναβοᾷ γάμους E. Hel. 190
.4 cry up, extol, Alex.98.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβοάω
См. также в других словарях:
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek